Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
View word page
καινοσχημάτιστος
newly
ShortDef
newly
Debugging
Headword:
καινοσχημάτιστος
Headword (normalized):
καινοσχημάτιστος
Headword (normalized/stripped):
καινοσχηματιστος
IDX:
43996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43997
Key:
Data
{'content': 'newly'}