Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινόταφος
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
View word page
καινοπραγία
innovation

ShortDef

innovation

Debugging

Headword:
καινοπραγία
Headword (normalized):
καινοπραγία
Headword (normalized/stripped):
καινοπραγια
IDX:
43991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43992
Key:

Data

{'content': 'innovation'}