Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβλήδην
ἀμβλίσκω
ἀμβλυγώνιος
ἀμβλυδερκής
ἀμβλυηκοΐα
ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
View word page
ἀμβλυόεις
dull, dark
ShortDef
dull, dark
Debugging
Headword:
ἀμβλυόεις
Headword (normalized):
ἀμβλυόεις
Headword (normalized/stripped):
αμβλυοεις
IDX:
4398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4399
Key:
Data
{'content': 'dull, dark'}