Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινόταφος
View word page
καινοποιΐα
complete change
ShortDef
complete change
Debugging
Headword:
καινοποιΐα
Headword (normalized):
καινοποιΐα
Headword (normalized/stripped):
καινοποιια
IDX:
43987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43988
Key:
Data
{'content': 'complete change'}