Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
View word page
καινοποιητής
an inventor of new pleasures

ShortDef

an inventor of new pleasures

Debugging

Headword:
καινοποιητής
Headword (normalized):
καινοποιητής
Headword (normalized/stripped):
καινοποιητης
IDX:
43986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43987
Key:

Data

{'content': 'an inventor of new pleasures'}