Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καινοί
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
View word page
καινοποιέω
to make new, to bring about new things, to make changes, innovate

ShortDef

to make new, to bring about new things, to make changes, innovate

Debugging

Headword:
καινοποιέω
Headword (normalized):
καινοποιέω
Headword (normalized/stripped):
καινοποιεω
IDX:
43985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43986
Key:

Data

{'content': 'to make new, to bring about new things, to make changes, innovate'}