Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινόγραφος
Καινοί
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
View word page
καινοπήμων
new to misery

ShortDef

new to misery

Debugging

Headword:
καινοπήμων
Headword (normalized):
καινοπήμων
Headword (normalized/stripped):
καινοπημων
IDX:
43984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43985
Key:

Data

{'content': 'new to misery'}