Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινιστής
καινόγραφος
Καινοί
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
View word page
καινοπηγής
newly put together, newmade
ShortDef
newly put together, newmade
Debugging
Headword:
καινοπηγής
Headword (normalized):
καινοπηγής
Headword (normalized/stripped):
καινοπηγης
IDX:
43983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43984
Key:
Data
{'content': 'newly put together, newmade'}