Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καινισμός
καινιστής
καινόγραφος
Καινοί
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
View word page
καινοπαθής
newly suffered: unheard of
ShortDef
newly suffered: unheard of
Debugging
Headword:
καινοπαθής
Headword (normalized):
καινοπαθής
Headword (normalized/stripped):
καινοπαθης
IDX:
43982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43983
Key:
Data
{'content': 'newly suffered: unheard of'}