Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινόγραφος
Καινοί
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
καινοπραγέω
καινοπραγία
View word page
καινοπαθέω
suffer things unheard of

ShortDef

suffer things unheard of

Debugging

Headword:
καινοπαθέω
Headword (normalized):
καινοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
καινοπαθεω
IDX:
43981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43982
Key:

Data

{'content': 'suffer things unheard of'}