Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καινίζω
καινίς
καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινόγραφος
Καινοί
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
καινοποιός
Καινόπολις
View word page
καινολογία
strange language

ShortDef

strange language

Debugging

Headword:
καινολογία
Headword (normalized):
καινολογία
Headword (normalized/stripped):
καινολογια
IDX:
43979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43980
Key:

Data

{'content': 'strange language'}