Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καινή
Καινήπολις
καινίζω
καινίς
καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινόγραφος
Καινοί
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιΐα
View word page
καινόλεκτος
new-fangled
ShortDef
new-fangled
Debugging
Headword:
καινόλεκτος
Headword (normalized):
καινόλεκτος
Headword (normalized/stripped):
καινολεκτος
IDX:
43977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43978
Key:
Data
{'content': 'new-fangled'}