Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καικίας
Καικίλιος
Καικίνας
Καικῖνος
Κάϊκος
καίμιον
Καιναί
Καινείδης
Καινή
Καινήπολις
καινίζω
καινίς
καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινόγραφος
Καινοί
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
View word page
καινίζω
to make new
ShortDef
to make new
Debugging
Headword:
καινίζω
Headword (normalized):
καινίζω
Headword (normalized/stripped):
καινιζω
IDX:
43969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43970
Key:
Data
{'content': 'to make new'}