Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμβη
ἄμβιξ
ἀμβλήδην
ἀμβλίσκω
ἀμβλυγώνιος
ἀμβλυδερκής
ἀμβλυηκοΐα
ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
View word page
ἀμβλυντικός
apt to dull

ShortDef

apt to dull

Debugging

Headword:
ἀμβλυντικός
Headword (normalized):
ἀμβλυντικός
Headword (normalized/stripped):
αμβλυντικος
IDX:
4396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4397
Key:

Data

{'content': 'apt to dull'}