Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
καθυφίημι
καθυφίσταμαι
καθωπλισμένως
καθώς
καί
καί ῥα
καιάδας
καιετάεις
καιετός
Καιήτη
καικίας
View word page
καθυφίημι
to give up treacherously

ShortDef

to give up treacherously

Debugging

Headword:
καθυφίημι
Headword (normalized):
καθυφίημι
Headword (normalized/stripped):
καθυφιημι
IDX:
43949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43950
Key:

Data

{'content': 'to give up treacherously'}