Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
καθυφίημι
καθυφίσταμαι
καθωπλισμένως
καθώς
καί
καί ῥα
καιάδας
καιετάεις
View word page
καθυφαίνω
interweave, weave in

ShortDef

interweave, weave in

Debugging

Headword:
καθυφαίνω
Headword (normalized):
καθυφαίνω
Headword (normalized/stripped):
καθυφαινω
IDX:
43946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43947
Key:

Data

{'content': 'interweave, weave in'}