Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
καθυφίημι
καθυφίσταμαι
καθωπλισμένως
καθώς
καί
καί ῥα
View word page
καθυστερέω
to come far behind

ShortDef

to come far behind

Debugging

Headword:
καθυστερέω
Headword (normalized):
καθυστερέω
Headword (normalized/stripped):
καθυστερεω
IDX:
43944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43945
Key:

Data

{'content': 'to come far behind'}