Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
καθυφίημι
καθυφίσταμαι
καθωπλισμένως
View word page
καθυποτάσσω
subject
ShortDef
subject
Debugging
Headword:
καθυποτάσσω
Headword (normalized):
καθυποτάσσω
Headword (normalized/stripped):
καθυποτασσω
IDX:
43941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43942
Key:
Data
{'content': 'subject'}