Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
καθυφίημι
View word page
καθυποπτεύω
suspect
ShortDef
suspect
Debugging
Headword:
καθυποπτεύω
Headword (normalized):
καθυποπτεύω
Headword (normalized/stripped):
καθυποπτευω
IDX:
43939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43940
Key:
Data
{'content': 'suspect'}