Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμβαρ
ἄμβατος
ἀμβατός
ἄμβη
ἄμβιξ
ἀμβλήδην
ἀμβλίσκω
ἀμβλυγώνιος
ἀμβλυδερκής
ἀμβλυηκοΐα
ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
View word page
ἄμβλυνσις
blunting, dulling

ShortDef

blunting, dulling

Debugging

Headword:
ἄμβλυνσις
Headword (normalized):
ἄμβλυνσις
Headword (normalized/stripped):
αμβλυνσις
IDX:
4393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4394
Key:

Data

{'content': 'blunting, dulling'}