Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
View word page
καθυπονοέω
suspect

ShortDef

suspect

Debugging

Headword:
καθυπονοέω
Headword (normalized):
καθυπονοέω
Headword (normalized/stripped):
καθυπονοεω
IDX:
43938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43939
Key:

Data

{'content': 'suspect'}