Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
View word page
καθυπόκειμαι
to be 'in being', 'in evidence

ShortDef

to be 'in being', 'in evidence

Debugging

Headword:
καθυπόκειμαι
Headword (normalized):
καθυπόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
καθυποκειμαι
IDX:
43936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43937
Key:

Data

{'content': "to be 'in being', 'in evidence"}