Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
View word page
καθυποβάλλω
subject

ShortDef

subject

Debugging

Headword:
καθυποβάλλω
Headword (normalized):
καθυποβάλλω
Headword (normalized/stripped):
καθυποβαλλω
IDX:
43934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43935
Key:

Data

{'content': 'subject'}