Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
View word page
καθύπνωσις
falling asleep
ShortDef
falling asleep
Debugging
Headword:
καθύπνωσις
Headword (normalized):
καθύπνωσις
Headword (normalized/stripped):
καθυπνωσις
IDX:
43932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43933
Key:
Data
{'content': 'falling asleep'}