Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
View word page
καθυπνόω
to be fast asleep, fall asleep

ShortDef

to be fast asleep, fall asleep

Debugging

Headword:
καθυπνόω
Headword (normalized):
καθυπνόω
Headword (normalized/stripped):
καθυπνοω
IDX:
43931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43932
Key:

Data

{'content': 'to be fast asleep, fall asleep'}