Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
View word page
καθυπηρετέομαι
assist
ShortDef
assist
Debugging
Headword:
καθυπηρετέομαι
Headword (normalized):
καθυπηρετέομαι
Headword (normalized/stripped):
καθυπηρετεομαι
IDX:
43928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43929
Key:
Data
{'content': 'assist'}