Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυπόκειμαι
View word page
καθυπέρτερος
above
ShortDef
above
Debugging
Headword:
καθυπέρτερος
Headword (normalized):
καθυπέρτερος
Headword (normalized/stripped):
καθυπερτερος
IDX:
43926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43927
Key:
Data
{'content': 'above'}