Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
View word page
καθυπερτερητικός
prevalent, prepollent

ShortDef

prevalent, prepollent

Debugging

Headword:
καθυπερτερητικός
Headword (normalized):
καθυπερτερητικός
Headword (normalized/stripped):
καθυπερτερητικος
IDX:
43925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43926
Key:

Data

{'content': 'prevalent, prepollent'}