Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
View word page
καθυπέρτατος
highest

ShortDef

highest

Debugging

Headword:
καθυπέρτατος
Headword (normalized):
καθυπέρτατος
Headword (normalized/stripped):
καθυπερτατος
IDX:
43922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43923
Key:

Data

{'content': 'highest'}