Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθύπνιος
View word page
καθυπερέχω
to be much superior

ShortDef

to be much superior

Debugging

Headword:
καθυπερέχω
Headword (normalized):
καθυπερέχω
Headword (normalized/stripped):
καθυπερεχω
IDX:
43919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43920
Key:

Data

{'content': 'to be much superior'}