Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμάω2
ἀμβαδέως
ἄμβαρ
ἄμβατος
ἀμβατός
ἄμβη
ἄμβιξ
ἀμβλήδην
ἀμβλίσκω
ἀμβλυγώνιος
ἀμβλυδερκής
ἀμβλυηκοΐα
ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
View word page
ἀμβλυδερκής
dull of sight

ShortDef

dull of sight

Debugging

Headword:
ἀμβλυδερκής
Headword (normalized):
ἀμβλυδερκής
Headword (normalized/stripped):
αμβλυδερκης
IDX:
4391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4392
Key:

Data

{'content': 'dull of sight'}