Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
View word page
καθυπερακοντίζω
to overshoot completely

ShortDef

to overshoot completely

Debugging

Headword:
καθυπερακοντίζω
Headword (normalized):
καθυπερακοντίζω
Headword (normalized/stripped):
καθυπερακοντιζω
IDX:
43918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43919
Key:

Data

{'content': 'to overshoot completely'}