Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
View word page
καθυπακούω
consent
ShortDef
consent
Debugging
Headword:
καθυπακούω
Headword (normalized):
καθυπακούω
Headword (normalized/stripped):
καθυπακουω
IDX:
43917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43918
Key:
Data
{'content': 'consent'}