Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπέρτερος
View word page
καθύομαι
to be rained upon
ShortDef
to be rained upon
Debugging
Headword:
καθύομαι
Headword (normalized):
καθύομαι
Headword (normalized/stripped):
καθυομαι
IDX:
43916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43917
Key:
Data
{'content': 'to be rained upon'}