Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
View word page
καθυλομανέω
run all to wood

ShortDef

run all to wood

Debugging

Headword:
καθυλομανέω
Headword (normalized):
καθυλομανέω
Headword (normalized/stripped):
καθυλομανεω
IDX:
43914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43915
Key:

Data

{'content': 'run all to wood'}