Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω
View word page
καθυλίζω
strain, filter

ShortDef

strain, filter

Debugging

Headword:
καθυλίζω
Headword (normalized):
καθυλίζω
Headword (normalized/stripped):
καθυλιζω
IDX:
43913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43914
Key:

Data

{'content': 'strain, filter'}