Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
View word page
καθυλακτέω
bark at

ShortDef

bark at

Debugging

Headword:
καθυλακτέω
Headword (normalized):
καθυλακτέω
Headword (normalized/stripped):
καθυλακτεω
IDX:
43912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43913
Key:

Data

{'content': 'bark at'}