Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
View word page
καθυγρασμός
moistening
ShortDef
moistening
Debugging
Headword:
καθυγρασμός
Headword (normalized):
καθυγρασμός
Headword (normalized/stripped):
καθυγρασμος
IDX:
43909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43910
Key:
Data
{'content': 'moistening'}