Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμάω
ἀμάω2
ἀμβαδέως
ἄμβαρ
ἄμβατος
ἀμβατός
ἄμβη
ἄμβιξ
ἀμβλήδην
ἀμβλίσκω
ἀμβλυγώνιος
ἀμβλυδερκής
ἀμβλυηκοΐα
ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
View word page
ἀμβλυγώνιος
obtuse-angled

ShortDef

obtuse-angled

Debugging

Headword:
ἀμβλυγώνιος
Headword (normalized):
ἀμβλυγώνιος
Headword (normalized/stripped):
αμβλυγωνιος
IDX:
4390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4391
Key:

Data

{'content': 'obtuse-angled'}