Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπερακοντίζω
View word page
καθυγραίνω
moisten well

ShortDef

moisten well

Debugging

Headword:
καθυγραίνω
Headword (normalized):
καθυγραίνω
Headword (normalized/stripped):
καθυγραινω
IDX:
43908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43909
Key:

Data

{'content': 'moisten well'}