Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
View word page
καθοσιωτέον
one must dedicate oneself

ShortDef

one must dedicate oneself

Debugging

Headword:
καθοσιωτέον
Headword (normalized):
καθοσιωτέον
Headword (normalized/stripped):
καθοσιωτεον
IDX:
43904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43905
Key:

Data

{'content': 'one must dedicate oneself'}