Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
View word page
καθοσίωσις
dedication
ShortDef
dedication
Debugging
Headword:
καθοσίωσις
Headword (normalized):
καθοσίωσις
Headword (normalized/stripped):
καθοσιωσις
IDX:
43903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43904
Key:
Data
{'content': 'dedication'}