Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
View word page
καθοσιόω
dedicate

ShortDef

dedicate

Debugging

Headword:
καθοσιόω
Headword (normalized):
καθοσιόω
Headword (normalized/stripped):
καθοσιοω
IDX:
43902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43903
Key:

Data

{'content': 'dedicate'}