Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
View word page
καθόσιος
devotissimus

ShortDef

devotissimus

Debugging

Headword:
καθόσιος
Headword (normalized):
καθόσιος
Headword (normalized/stripped):
καθοσιος
IDX:
43901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43902
Key:

Data

{'content': 'devotissimus'}