Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
View word page
καθόρμισις
bringing to land

ShortDef

bringing to land

Debugging

Headword:
καθόρμισις
Headword (normalized):
καθόρμισις
Headword (normalized/stripped):
καθορμισις
IDX:
43900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43901
Key:

Data

{'content': 'bringing to land'}