Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
View word page
καθόρμιον
necklace

ShortDef

necklace

Debugging

Headword:
καθόρμιον
Headword (normalized):
καθόρμιον
Headword (normalized/stripped):
καθορμιον
IDX:
43899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43900
Key:

Data

{'content': 'necklace'}