Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγηρασία
ἀγήρατον
ἀγήρατος
ἀγήρατος2
ἁγής
Ἀγήσανδρος
Ἀγησίλαος
ἁγησίχορος
ἀγησίχορος
ἁγητήρ
ἀγητός
Ἀγήτωρ
ἁγιάζω
ἁγίασμα
ἁγιασμός
ἁγιαστήριον
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
View word page
ἀγητός
admirable, wondrous

ShortDef

admirable, wondrous

Debugging

Headword:
ἀγητός
Headword (normalized):
ἀγητός
Headword (normalized/stripped):
αγητος
IDX:
438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-439
Key:

Data

{'content': 'admirable, wondrous'}