Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
View word page
καθορμέω
anchor
ShortDef
anchor
Debugging
Headword:
καθορμέω
Headword (normalized):
καθορμέω
Headword (normalized/stripped):
καθορμεω
IDX:
43897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43898
Key:
Data
{'content': 'anchor'}