Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθόσον
View word page
καθορίζω
determine
ShortDef
determine
Debugging
Headword:
καθορίζω
Headword (normalized):
καθορίζω
Headword (normalized/stripped):
καθοριζω
IDX:
43895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43896
Key:
Data
{'content': 'determine'}