Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμέω
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
View word page
καθοράω
(to look down); to observe
ShortDef
(to look down); to observe
Debugging
Headword:
καθοράω
Headword (normalized):
καθοράω
Headword (normalized/stripped):
καθοραω
IDX:
43894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43895
Key:
Data
{'content': '(to look down); to observe'}